- φαρφουρένιος
- α, ο фарфоровый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φαρφουρένιος — α, ο, Ν 1. κατασκευασμένος από φαρφουρί 2. μτφ. αυτός που έχει την χροιά φαρφουριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαρφουρί + κατάλ. ένιος (πρβλ. μαρμαρ ένιος)] … Dictionary of Greek
φαρφουρένιος, -ια, -ιο — ο κατασκευασμένος από φαρφουρί (βλ. λ.), από λεπτή πορσελάνη, ο πορσελάνινος: Φαρφουρένιο βάζο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)